- ἐπάγρυπνος
- ἐπάγρυπνοςwakefulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επάγρυπνος — ἐπάγρυπνος, ον (Α) 1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος 2. ακοίμητος, προσεκτικός. επίρρ... έπαγρυπνως άγρυπνα, με επαγρύπνηση … Dictionary of Greek
ἐπαγρύπνως — ἐπάγρυπνος wakeful adverbial ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάγρυπνον — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc sg ἐπάγρυπνος wakeful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνοισιν — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνου — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνους — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγρύπνῳ — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάγρυπνοι — ἐπάγρυπνος wakeful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγρυπνώ — ἐπαγρυπνῶ, έω (Α) [επάγρυπνος] μσν. νεοελλ. έχω συνεχώς στραμμένη την προσοχή μου κάπου («επαγρυπνεί για την ακριβή τήρηση τού νόμου») αρχ. 1. μένω άγρυπνος, διανυκτερεύω για κάτι 2. παραφυλάω, παραμονεύω, επιτηρώ … Dictionary of Greek